νευρόσπασμα

From LSJ
Revision as of 16:17, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόσπασμα Medium diacritics: νευρόσπασμα Low diacritics: νευρόσπασμα Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: neuróspasma Transliteration B: neurospasma Transliteration C: nevrospasma Beta Code: neuro/spasma

English (LSJ)

ατος, τό, A = νευρόσπαστον, in pl., EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νευρόσπασμα)
αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο
νεοελλ.
1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως
2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ. από-σπασμα].