Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
Full diacritics: οὐλοθῠσία | Medium diacritics: οὐλοθυσία | Low diacritics: ουλοθυσία | Capitals: ΟΥΛΟΘΥΣΙΑ |
Transliteration A: oulothysía | Transliteration B: oulothysia | Transliteration C: oulothysia | Beta Code: ou)loqusi/a |
ἡ, (οὖλος A) A whole or perfect sacrifice, Hsch., dub. in BMus.Inscr.1017.21 (Erythrae, iv B. C., cf. SIG229).
[Seite 412] ἡ, ganzes, vollständiges Opfer, τελεία θυσία, Hesych.
οὐλοθυσία, ἡ (Α) ουλοθυτώ
πλήρης ή τέλεια θυσία.