οἰκητός

From LSJ
Revision as of 16:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκητός Medium diacritics: οἰκητός Low diacritics: οικητός Capitals: ΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: oikētós Transliteration B: oikētos Transliteration C: oikitos Beta Code: oi)khto/s

English (LSJ)

ή, όν (ός, όν v. infr.), A inhabited, S.OC28, 39 ; habitable, διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει Thphr. Char.26.5 ; οἰκία οἰκητή LXXLe.25.29 ; ζώνη Plu.2.896b ; οἰκητὸς (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον Philostr.Im.2.28.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκητός: -ή, -όν, κατῳκημένος, Σοφ. Ο. Κ. 28, 39· οἰκήσιμος, οἰκητὸς (ὡς θηλ.) αὐλὴ ἀράχναις μόνον Φιλόστρ. 853.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
habité.
Étymologie: οἰκέω.

Greek Monolingual

οἰκητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) οικώ
1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ.
β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)
2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).

Greek Monotonic

οἰκητός: -ή, -όν (οἰκέω), κατοικημένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκητός: населенный, обитаемый (χῶρος Soph.).

Middle Liddell

οἰκητός, ή, όν οἰκέω
inhabited, Soph.