οὐρανόνικος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A conquering heaven, γαμετῶν οὐ. A.Supp.165 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 417] den Himmel besiegend, übertreffend, Aesch. Suppl. 156. 170, ἄτα.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνόνῑκος: -ον, ὁ νικῶν τὸν οὐρανὸν, ἄτη οὐρ. = οὐράνιον ἄχος (ἴδε οὐράνιος ΙΙ. 2), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 165.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui triomphe du ciel.
Étymologie: οὐρανός, νικάω.
Greek Monolingual
οὐρανόνικος, -ον (Α)
αυτός που νικά τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + νίκη (πρβλ. Ολυμπιό-νικος)].
Russian (Dvoretsky)
οὐρᾰνόνῑκος: побеждающий небо, т. е. огромный, безмерный (sc. μῆνις Aesch.).