οἶσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, (οἴσω, A v. φέρω) moving, τῆς ψυχῆς Pl.Cra.420c (coined to expl. οἴησις).
German (Pape)
[Seite 312] ἡ, das Tragen, Plat. Crat. 420 b, v. l. εἶσις, Heindorf vermuthet ἴεσις.
Greek (Liddell-Scott)
οἶσις: -εως, ἡ, (*οἴω, fero) κίνησις, φορά, Πλάτ. Κρατ. 420Β (ὡς φαίνεται ἐπενοήθη πρὸς ἐξήγησιν τοῦ οἴησις).
Greek Monolingual
οἶσις, ἡ (Α)
κίνηση, φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴσω, μέλλ. του φέρω (πρβλ. έξ-οισις). Η λ. έχει πλαστεί από τον Πλάτωνα για να εξηγήσει τη λ. οἴησις.
Russian (Dvoretsky)
οἶσις: εως ἡ несение, ношение Plat.