πάλα

From LSJ
Revision as of 16:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλα Medium diacritics: πάλα Low diacritics: πάλα Capitals: ΠΑΛΑ
Transliteration A: pála Transliteration B: pala Transliteration C: pala Beta Code: pa/la

English (LSJ)

ἡ, A nugget of gold, Str.3.2.8. (Spanish word.) II πάλα· ζώνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

πάλα: ἡ, βῶλος χρυσοῦ, Στράβ. 146· λέξις Ἱσπανική, palaga ἢ palacra παρὰ Πλιν. 33. 77.

English (Slater)

πᾰλα (-ᾳ.)
   1 wrestling κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν (O. 10.66) τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη (N. 4.10) νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.14) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21)

Greek Monolingual

(I)
η
μεγάλο δρεπανοειδές μαχαίρι ανατολικής προέλευσης, γιαταγάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pala].
(II)
η
το πλατύ τμήμα του κουπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pala «φτυάρι»].
(III)
πάλα, ἡ (Α)
βώλος χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. palaga].
(IV)
πάλα, ἡ (Α)
φτυάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pala «φτυάρι»].

Russian (Dvoretsky)

πάλᾱ: ἡ дор. = πάλη.