παλαιότροπος

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιότροπος Medium diacritics: παλαιότροπος Low diacritics: παλαιότροπος Capitals: ΠΑΛΑΙΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: palaiótropos Transliteration B: palaiotropos Transliteration C: palaiotropos Beta Code: palaio/tropos

English (LSJ)

ον, A old-fashioned, χαρακτήρ Iamb.VP23.103; βωμοί Nicom.Ar.2.16.

German (Pape)

[Seite 445] von alterthümlicher Sitte, Art, Iambl. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιότροπος: -ον, ὁ κατὰ παλαιὸν τρόπον ὢν ἢ πεποιημένος, «χαρακτὴρ (τῆς διδασκαλίας) π. ὤν». «βωμοὶ παλαιότροποι» Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 23, Νικομ. Θεολ. Ἀριθμ. 2, σ. 129, ἔκδ. Ast. - οὐσιαστ. παλαιοτροπία, Εὐστ. 531. 40.

Greek Monolingual

παλαιότροπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με τους αρχαίους τρόπους, με τις παλιές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -τρόπος (< τρόπος < τρέπω)].