παραβλάπτω

From LSJ
Revision as of 19:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβλάπτω Medium diacritics: παραβλάπτω Low diacritics: παραβλάπτω Capitals: ΠΑΡΑΒΛΑΠΤΩ
Transliteration A: parabláptō Transliteration B: parablaptō Transliteration C: paravlapto Beta Code: parabla/ptw

English (LSJ)

A damage incidentally, X.Eph.4.2, Gal.UP13.3 (Pass.), al., Eun.Hist.p.246 D.; φρένες -βεβλαμμέναι EM322.23. 2 help to damage, Vett.Val.56.1.

German (Pape)

[Seite 472] beschädigen, Sp., φρένες παραβεβλαμμέναι, E. M. p. 322, 23.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλάπτω: βλάπτω ἐμμέσως, ἐπιφέρω βλάβην, Ξεν. Ἐφέσ. 4. 2, Γάλην.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
επιφέρω βλάβη, ζημιώνω
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) βλάπτω με έμμεσο τρόπο
2. συντελώ στο να επέλθει βλάβη
3. εμποδίζω, κωλύω.