αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Full diacritics: παρακαταθάπτω | Medium diacritics: παρακαταθάπτω | Low diacritics: παρακαταθάπτω | Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΑΠΤΩ |
Transliteration A: parakatatháptō | Transliteration B: parakatathaptō | Transliteration C: parakatathapto | Beta Code: parakataqa/ptw |
Ep. aor. I παρκατέθαψα, A bury beside, Q.S.1.804 (s. v. l.).
Α
θάβω δίπλα, θάβω κάποιον ή κάτι δίπλα σε κάποιον ή κάτι.