παρηδύνω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
[ῡ], A sweeten or season, Dorio ap.Ath.7.309f : metaph., of language, D.H.Dem.45.
German (Pape)
[Seite 520] daneben, dabei, ein wenig süß machen, würzen, Dorio bei Ath. VII, 309 f; übertr. von der Rede, D. Hal. de adm. vi Dem. 45.
Greek (Liddell-Scott)
παρηδύνω: [ῠ], ἡδύνω ἠ καρυκεύω ὀλίγον, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 309F· μεταφορ. ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 45.
Greek Monolingual
Α
1. γλυκαίνω, νοστιμίζω κάτι
2. (για έδεσμα) καρυκεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἡδύνω (< ἡδύς «γλυκός»)].