πεπλίς

From LSJ
Revision as of 19:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπλίς Medium diacritics: πεπλίς Low diacritics: πεπλίς Capitals: ΠΕΠΛΙΣ
Transliteration A: peplís Transliteration B: peplis Transliteration C: peplis Beta Code: pepli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A wild purslane, Euphorbia peplis, Dsc.4.168 :—also in Dim. form πέπλιον, τό, Hp.Acut.23, Gal.12.97.

German (Pape)

[Seite 560] ἡ, = πέπλιον, Plin.

Greek (Liddell-Scott)

πεπλίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι εἶδος ἐρυθροῦ εὐφορβίου, Euphorbia peplis, «πεπλίς, οἱ δὲ ἀνδράχνην ἀγρίαν,... Φύεται δὲ μάλιστα ἐν τοῖς παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 4. 169˙ ὡσαύτως πέπλιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Γαλην.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
το φυτό ευφόρβιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρ-ίς). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι επειδή απλώνονται πάνω στο έδαφος].