πεντηκοστήρ
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
A v. πεντηκοντήρ.
German (Pape)
[Seite 559] ῆρος, ὁ, Anführer von 50 Mann; Xen. Hell. 3, 5, 22. 4, 5, 7 Lac. 11, 4; vgl. πεντηκοντήρ.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοστήρ: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ πεντηκοντήρ, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. πεντηκοντήρ.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. πεντηκοντήρ.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκοστήρ: ῆρος ὁ Xen. = πεντηκοντήρ.