περίφρασις
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
εως, ἡ, A circumlocution, periphrasis, D.H.Pomp.2.5, Th.29, Plu.2.406f (pl.).
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, das Umreden, d. i. das durch einen Umschweif Ausdrücken, dah. Umschreibung, Rhett. u. Gramm.; Plut. de Pyth. orac. 24 vrbdt γλῶσσαι, περιφράσεις u. ἀσάφεια.
Greek (Liddell-Scott)
περίφρᾰσις: ἡ, τὸ διὰ πλειόνων λέξεων ἐκφράζεσθαι, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2. 5, περὶ Θουκ. 29, Πλούτ. 2. 406F˙ Λατ. circuitus loquendi, Quintil. 8. 6, 61.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
périphrase t. de rhét.
Étymologie: περιφράζω.
Russian (Dvoretsky)
περίφρᾰσις: εως ἡ рит. перифраза, описательное выражение Plut.