περίοχος

From LSJ
Revision as of 20:09, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίοχος Medium diacritics: περίοχος Low diacritics: περίοχος Capitals: ΠΕΡΙΟΧΟΣ
Transliteration A: períochos Transliteration B: periochos Transliteration C: periochos Beta Code: peri/oxos

English (LSJ)

Aeol. πέρροχος, ον, A superior, Sapph.92: Boeot. πέροχος, pre-eminent, restd. in Corinn.2.68.

German (Pape)

[Seite 585] umgeben, umfaßt, eingeschlossen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίοχος: -ον, ὑπέρτερος, τινι Σαπφοῦς Ἀποσπ. 93, ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ, πέρροχος.

Greek Monolingual

-ον, και αιολ. τ. πέρροχος, βοιωτ. τ. πέροχος, Α περιέχω
1. υπέροχος
2. υπέρτερος.

Russian (Dvoretsky)

περίοχος: эол. πέρροχος 2 превосходящий, превышающий (τινι Sappho).