περίοχος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
Aeol. πέρροχος, ον, A superior, Sapph.92: Boeot. πέροχος, pre-eminent, restd. in Corinn.2.68.
German (Pape)
[Seite 585] umgeben, umfaßt, eingeschlossen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίοχος: -ον, ὑπέρτερος, τινι Σαπφοῦς Ἀποσπ. 93, ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ, πέρροχος.
Greek Monolingual
-ον, και αιολ. τ. πέρροχος, βοιωτ. τ. πέροχος, Α περιέχω
1. υπέροχος
2. υπέρτερος.
Russian (Dvoretsky)
περίοχος: эол. πέρροχος 2 превосходящий, превышающий (τινι Sappho).