πευστικός

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πευστικός Medium diacritics: πευστικός Low diacritics: πευστικός Capitals: ΠΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peustikós Transliteration B: peustikos Transliteration C: pefstikos Beta Code: peustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A interrogative, ἐπίρρημα A.D.Adv.193.26, al.; [[[ὄνομα]]] D.T.637.7; τὸ π. Ph.1.97. Adv. -κῶς A.D.Adv.209.26; ἔχειν Sch.A.R.4.1405.

German (Pape)

[Seite 607] fragend, forschend, adv. πευστικῶς, fragweise, Schol. Il. 2, 565 u. sonst; π. ἔχειν, fragen wollen, Schol. Ap. Rh. 4, 1405.

Greek (Liddell-Scott)

πευστικός: -ή, -όν, ἐρωτηματικός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 265, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐρωτηματικῶς, ἐν ἐρωτήσει, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1405.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πευστής
1. αυτός που ερευνά, που ζητάει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πευστικόν
η ερώτηση, η έρευνα.
επίρρ...
πευστικῶς
ερωτηματικά, με τρόπο ερευνητικό.