πισσίτης

From LSJ
Revision as of 20:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσίτης Medium diacritics: πισσίτης Low diacritics: πισσίτης Capitals: ΠΙΣΣΙΤΗΣ
Transliteration A: pissítēs Transliteration B: pissitēs Transliteration C: pissitis Beta Code: pissi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A flavoured with pitch, οἶνος Str.4.6.2, Dsc.5.38, Plu.2.676c.

German (Pape)

[Seite 619] ὁ, οἶνος, mit Pech angemachter, versetzter Wein, Plut. Symp. 5, 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πισσίτης: [ῑ], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ πίσσης, οἶνος Διοσκ. 5. 48, Στράβ. 202.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(ιδίως για το κρασί) παρασκευασμένος με πίσσα, αυτός που για την παρασκευή του χρησιμοποιείται και πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σελην-ίτης)].

Russian (Dvoretsky)

πισσίτης: ου (σῑ) adj. m смолистый (οἶνος Plut.).