Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποικιλότραυλος

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλότραυλος Medium diacritics: ποικιλότραυλος Low diacritics: ποικιλότραυλος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΤΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: poikilótraulos Transliteration B: poikilotraulos Transliteration C: poikilotravlos Beta Code: poikilo/traulos

English (LSJ)

ον, A lisping in various notes, μέλη Theoc.Ep. 4.10.

German (Pape)

[Seite 650] auf mannichfaltige Art stammelnd, singend, von Vögeln, μέλη κόσσυφοι ἠχεῦσιν, Theocr. 4 (IX, 437).

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλότραυλος: -ον, ποικίλως τραυλίζων, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux accents variés.
Étymologie: ποικίλος, τραυλός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πτηνά) αυτός που τραυλίζει ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τραυλός (πρβλ. υπό-τραυλος)].

Greek Monotonic

ποικῐλότραυλος: -ον, αυτός που τιτιβίζει σε διάφορους τόνους, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλότραυλος: многоголосый, разнообразный (μέλη Anth.).

Middle Liddell

ποικῐλό-τραυλος, ον,
twittering in various notes, Theocr.