πλάτυμμα
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
[πλᾰ], ατος, τό, A = πλάτυσμα, plate, π. χρυσοῦν, ἀργυροῦν, BGU162.3,7 (ii/iii A.D.); μολυβοῦν PMag.Par.1.329, cf. PMag.Lond. 121.438. II flat cake, AB294, 317.
German (Pape)
[Seite 627] τό, = πλατύσμα, B. A. 294. 317.
Greek (Liddell-Scott)
πλάτυμμα: τό, πλατὺ πλακούντιον, Α. Β. 294, 27 ἐν λ. πόπανον, 317, 26 ἐν λ. ψαιστά.
Spanish
Greek Monolingual
τὸ, Α. βλ. πλάτυσμα.