πολυβλέφαρος
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ον, A with many eyes, Nonn.D.20.65.
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Augenlidern, Nonn. D. 20, 65.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ βλέφαρα, Νόνν. Δ. 20. 65.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα
2. αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. χαριτο-βλέφαρος].