πολύβιος

From LSJ
Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβῐος Medium diacritics: πολύβιος Low diacritics: πολύβιος Capitals: ΠΟΛΥΒΙΟΣ
Transliteration A: polýbios Transliteration B: polybios Transliteration C: polyvios Beta Code: polu/bios

English (LSJ)

ον, (A βίος 11) well-to-do, Cat.Cod.Astr.2.209. II (βία) powerful, Eust.916.21.

German (Pape)

[Seite 660] lang lebend, B. A. 323.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβιος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ζωὴν ἢ ζωτικότητα, Εὐστ. 916. 21.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. μακρόβιος
2. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, πλούσιος
3. ισχυρός («πολύβιοι ὅ ἐστι πολυδύναμοι
ἀνδρεῑοι γάρ», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισό-βιος].