πολυχαρής

From LSJ
Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχᾰρής Medium diacritics: πολυχαρής Low diacritics: πολυχαρής Capitals: ΠΟΛΥΧΑΡΗΣ
Transliteration A: polycharḗs Transliteration B: polycharēs Transliteration C: polycharis Beta Code: poluxarh/s

English (LSJ)

ές, (χαίρω) A feeling or causing much joy, An.Ox3.138, Hsch. s.v. πολυγηθές; graceful, ὁμοίωσις Phld.Lib.p.26 O.

German (Pape)

[Seite 676] ές, viele Freunde habend, Hesych. v. πολυγηθής.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχᾰρής: -ές, (χαίρω) ὁ πολλὴν χαρὰν αἰσθανόμενος ἢ ἐμποιῶν, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 138, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυγηθές.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που αισθάνεται ή προκαλεί πολύ μεγάλη χαρά
2. χαριτωμένος («πολυχαρὴς ὁμοίωσις», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. μικρο-χαρής].