πολύφοιτος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ον, A much-roaming, Musae.181.
German (Pape)
[Seite 676] viel hin- u. herschweifend, Mus. 181, ξεῖνος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφοιτος: -ον, ὁ πολὺ συχνάζων που, Μουσαῖ. 18.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που συχνάζει πολύ σε ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φοιτος (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. νεό-φοιτος].