πραγμάτευμα
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ατος, τό, A business, concern, τὸ π. τὸ τῶν ῥητόρων Phld.Rh.1.82 S., cf. 79S.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμάτευμα: τό, = πραγματεία, Εὐστ: Πονημάτ. 70. 62.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, ΜΑ πραγματεύομαι
ασχολία, υπόθεση, έργο («τὸ πραγμάτευμα τὸ τῶν ῥητόρων», Φιλόδ.).