προεισφορά

From LSJ
Revision as of 21:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεισφορά Medium diacritics: προεισφορά Low diacritics: προεισφορά Capitals: ΠΡΟΕΙΣΦΟΡΑ
Transliteration A: proeisphorá Transliteration B: proeisphora Transliteration C: proeisfora Beta Code: proeisfora/

English (LSJ)

ἡ, A money advanced to pay the εἰσφορά for others, D.37.37,50.9. 2 advance of money to the State, Inscr.Prien.108.51,56 (ii B.C., pl.); χρημάτων SIG1003.30 (Priene, ii B.C.). 3 preliminary expenses, Lib.Decl.33.18.

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, vorausbezahlte Kriegssteuer od. Vorschuß der Kriegssteuer, εἰσφορά, für Andere, Dem. 37, 37; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 321. II p. 63. 70.

Greek (Liddell-Scott)

προεισφορά: ἡ, τὸ προεισφέρειν, Δημ. 977. 19., 1209. 2· πρβλ. Βöckh P. E. 2, σ. 5, 299, κτλ., καὶ Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
paiement anticipé de l’impôt ; avance de l’impôt pour qqn.
Étymologie: προεισφέρω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προεισφέρω
1. η προκαταβαλλόμενη εισφορά
2. η προκαταβολή της εισφοράς που είχε καθιερωθεί να πληρώνεται από τους 300 πλουσιότερους Αθηναίους κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα σε περιπτώσεις υπερεπείγουσας ανάγκης της πολιτείας
αρχ.
προκαταρκτικές δαπάνες.

Greek Monotonic

προεισφορά: ἡ, χρήματα που προσφέρονται για να πληρώσουν την εἰσφοράν άλλων, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προεισφορά: ἡ досрочно уплаченный (за кого-л.) налог Dem.

Middle Liddell

προεισφορά, ἡ, [from προεισφέρω
money advanced to pay the εἰσφορά for others, Dem.