προσανακόπτω
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
A beat up in addition, τῇ σπάθῃ τὸ φάρμακον Damocr. ap. Gal.13.823.
Greek Monolingual
Α
αναταράσσω κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνακόπτω «σπρώχνω, απωθώ»].