πρόσευγμα

From LSJ
Revision as of 22:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσευγμα Medium diacritics: πρόσευγμα Low diacritics: πρόσευγμα Capitals: ΠΡΟΣΕΥΓΜΑ
Transliteration A: próseugma Transliteration B: proseugma Transliteration C: prosevgma Beta Code: pro/seugma

English (LSJ)

ατος, τό, A votive offering upon the statue of a god, Eub. 96.

German (Pape)

[Seite 763] τό, das Flehen zu einer Gottheit; insbesondere ein Weihgeschenk, das nach einem Gelübde der Bildsäule eines Gottes angehängt ist, Ἑρμῆς, ὃν προσεύγμασιν ἐν τῷ κυλικείῳ λαμπρὸν ἐκτετριμμένον, Eubul. bei Ath. XI, 460 e.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσευγμα: τό, προσφορά, ἀφιέρωμα, ἀνάθημα κατὰ προηγηθεῖσαν εὐχὴν (τάξιμον) εἰς τὸ ἄγαλμα θεοῦ τινος, Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ ἢ Διονύσῳ» 2· πρβλ. κάτευγμα.

Greek Monolingual

-εύγματος, τὸ, Α προσεύχομαι
αφιέρωμα που τοποθετούσε στο άγαλμα θεού ο πιστός πριν από την προσευχή.