πτολιπόρθης

From LSJ
Revision as of 22:39, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολιπόρθης Medium diacritics: πτολιπόρθης Low diacritics: πτολιπόρθης Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΗΣ
Transliteration A: ptolipórthēs Transliteration B: ptoliporthēs Transliteration C: ptoliporthis Beta Code: ptolipo/rqhs

English (LSJ)

A v. πτολίπορθος.

German (Pape)

[Seite 811] ὁ, = πτολίπορθος, Aesch. Ag. 459.

Greek (Liddell-Scott)

πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, ἴδε πτολίπορθος.

French (Bailly abrégé)

ου;
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πτολίπορθος, κατά τα αρσ. σε -ης].

Greek Monotonic

πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, = πτολίπορθος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πτολῐπόρθης: Aesch. = πτολίπορθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] stedenverwoester.

Middle Liddell

πτολῐ-πόρθης, ου, ὁ, = πτολίπορθος, Aesch.]