πυλαϊκός

From LSJ
Revision as of 22:49, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλᾱϊκός Medium diacritics: πυλαϊκός Low diacritics: πυλαϊκός Capitals: ΠΥΛΑΪΚΟΣ
Transliteration A: pylaïkós Transliteration B: pylaikos Transliteration C: pylaikos Beta Code: pulai+ko/s

English (LSJ)

ή, όν, A silly, ὀχλαγωγία Plu.Pyrrh.29.

German (Pape)

[Seite 817] possenhaft, ὀχλαγωγία Plut. Pyrrh. 29.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. κόλπος Στράβ. 9, 430· Πυλ. πανήγυρις αὐτόθι 436· ταῦτα μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α Πύλαι / πυλαία]
1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες
2. αγύρτικος, ψεύτικος.

Greek Monotonic

πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, αστείος, ανόητος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πῠλαϊκός: (ῑ) пустяковый, вздорный (ὀχλαγωγία Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυλαϊκός -ή -όν [Πυλαία] als bij het\n, overdr. dom, dwaas.