σιδηροτομέω

From LSJ
Revision as of 09:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροτομέω Medium diacritics: σιδηροτομέω Low diacritics: σιδηροτομέω Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: sidērotoméō Transliteration B: sidērotomeō Transliteration C: sidirotomeo Beta Code: sidhrotome/w

English (LSJ)

A cut or cleave with iron, ib.311 (Id.).

German (Pape)

[Seite 880] mit Eisen schneiden, spalten, Philp. 34 (IX, 311).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτομέω: κόπτω, τέμνω, χωρίζω, σχίζω διὰ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 9. 311.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper avec du fer.
Étymologie: σίδηρος, τέμνω.

Greek Monotonic

σῐδηροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο εργαλείο, με ξίφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροτομέω: рассекать железом (τινα Anth.).

Middle Liddell

σῐδηρο-τομέω, fut. -ήσω τέμνω
to cut or cleave with iron, Anth.