σκιαγραφικός

From LSJ
Revision as of 09:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱγρᾰφικός Medium diacritics: σκιαγραφικός Low diacritics: σκιαγραφικός Capitals: ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΚΟΣ
Transliteration A: skiagraphikós Transliteration B: skiagraphikos Transliteration C: skiagrafikos Beta Code: skiagrafiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A illusively painted, Procl.in Alc.p.155 C.

German (Pape)

[Seite 897] ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt, ἡ σκιαγραφική, sc. τέχνη, = σκιαγραφία, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱγρᾰφικός: -ή, -όν, ὁ ανήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκιαγραφίαν· ἡ σκιαγραφικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., Πρόκλ. ἐν Wytteb. Φιλομαθ. 3, σ. 91.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκιογραφικός, -ή, -όν, ΝΑ σκιαγράφος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία
νεοελλ.
φρ. «σκιαγραφική ουσία»
ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό, προκαλεί φωτεινότερη, σαφέστερη εμφάνισή του στην ακτινογραφική πλάκα.
επίρρ...
σκιαγραφικώς και σκιαγραφικά Ν
με σκιαγραφικό τρόπο, με σκιαγραφία.