σκόρπισις
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
εως, ἡ, A reduction to powder, Zos.Alch.p.178B.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α σκορπίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η μετατροπή μιας ουσίας σε σκόνη.
Full diacritics: σκόρπισις | Medium diacritics: σκόρπισις | Low diacritics: σκόρπισις | Capitals: ΣΚΟΡΠΙΣΙΣ |
Transliteration A: skórpisis | Transliteration B: skorpisis | Transliteration C: skorpisis | Beta Code: sko/rpisis |
εως, ἡ, A reduction to powder, Zos.Alch.p.178B.
-ίσεως, ἡ, Α σκορπίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η μετατροπή μιας ουσίας σε σκόνη.