στανύω

From LSJ
Revision as of 09:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στανύω Medium diacritics: στανύω Low diacritics: στανύω Capitals: ΣΤΑΝΥΩ
Transliteration A: stanýō Transliteration B: stanyō Transliteration C: stanyo Beta Code: stanu/w

English (LSJ)

Cret. for ἵστημι:—Med., πόλιν στανυέσθων A let them appoint an umpire city, GDI5040.66.

German (Pape)

[Seite 929] kretisch statt ἵστημι, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

στανύω: Κρητ. ἀντὶ ἵστημι. - Μέσ., στανύεσθαι πόλιν Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2556, ἴδε Böckh σ. 416.

Greek Monolingual

Α (το μέσ.) στανύομαι
ορίζω ως διαιτητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ἵστημι που μαρτυρείται σε κρητική επιγραφή και είτε αποτελεί αρχαίο τ. (πρβλ. αβεστ. fra-stan-v-anti «προΐστανται») είτε αναλογικό σχηματισμό από ενεστ. σε -ύω (πρβλ. ανύω)].