στίβι
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
[στῐ], τό, Lat. A stibium,= στίμμι (q.v.).
German (Pape)
[Seite 943] τό, stibium, = στίμμι, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
στίβι: τό, Λατ. stibium, = στίμμι, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
c. στίμμι.
Greek Monolingual
-εως, τὸ, Α
βλ. στίμμι.
Greek Monotonic
στίβι: [ῐ], τό, Λατ. stibium = στίμμι.