αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Full diacritics: στειλέα | Medium diacritics: στειλέα | Low diacritics: στειλέα | Capitals: ΣΤΕΙΛΕΑ |
Transliteration A: steiléa | Transliteration B: steilea | Transliteration C: steilea | Beta Code: steile/a |
A v. στελεά. στειλειάριον, v. στελεός. στειλειή, v. στελεά. στειλειόν, v. στελεόν. στειλεός, v. στελεός.
ἡ, Α
βλ. στελεά.