στρατευτικός

From LSJ
Revision as of 09:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρατευτικός Medium diacritics: στρατευτικός Low diacritics: στρατευτικός Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: strateutikós Transliteration B: strateutikos Transliteration C: strateftikos Beta Code: strateutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inclined to war, warlike, Alex.234 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 951] = στρατευματικός, im superlat. Chaeremon bei Ath. XIII, 562 f.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν εἰς τὸν πόλεμον, φιλοπόλεμος, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· στρατευτικώτατος Ἄλεξ. ἐν «Τραυμ.» 2.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στρατεύω (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατεία, στην εκστρατεία
2. αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτός
3. φιλοπόλεμος.