συγγενέτειρα
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ἡ, (cf. γενέτης) A parent, mother, Id.El.746 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 961] ἡ, tem. zu συγγενέτης, Miterzeugerinn, Eur. El. 746.
Greek (Liddell-Scott)
συγγενέτειρα: ἡ, (πρβλ. γενέτης) συγγενὴς γυνή, Εὐρ. Ἠλ. 746.
Greek Monolingual
ἡ, Α
κοινή μητέρα («κλεινῶν συγγενέτειρ' ἀδελφῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γενέτειρα «μητέρα»].
Russian (Dvoretsky)
συγγενέτειρα: ἡ родительница (κλεινῶν ἀδελφῶν Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγενέτειρα -ας, ἡ [συγγενής] mede-verwekster; verwant:. κλεινῶν συγγενέτειρ ’ ἀδελφῶν zuster van vermaarde broers (van Clytaemnestra, de zuster van de Dioscuren) Eur. El. 746.