συμπεπλεγμένως

From LSJ
Revision as of 10:13, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεπλεγμένως Medium diacritics: συμπεπλεγμένως Low diacritics: συμπεπλεγμένως Capitals: ΣΥΜΠΕΠΛΕΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: sympeplegménōs Transliteration B: sympeplegmenōs Transliteration C: sympeplegmenos Beta Code: sumpeplegme/nws

English (LSJ)

Adv., (συμπλέκω) A complicatedly, Gal.19.489: c. dat., in conjunction with, Hermog.Stat.4.

German (Pape)

[Seite 986] adv. part. pert. pass. von συμπλέκω, verwickelt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεπλεγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ συμπεπλεγμένον τρόπον, περιπλόκως, Γαλην. 19. 489, Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο
νεοελλ.
με αλληλεξάρτηση
αρχ.
σε σύνδεση με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος του συμπλέκω.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο
νεοελλ.
με αλληλεξάρτηση
αρχ.
σε σύνδεση με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος του συμπλέκω.