συνηρεφής
English (LSJ)
ές, (ἐρέφω) A thickly shaded or covered, χώρη . . ἴδῃσι σ. Hdt.1.110; ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ. Id.7.111, cf. Thphr.HP5.1.12, Str.5.4.5; σᾶμα . . πτελέῃσι σ. AP7.141 (Antiphil.); σ. χώρα, λόφος, Plu.Luc.32, Marc.29; ἐν τῷ σ. Luc. Anach.18: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα E.Or. [957]. 2 close-covering, ἐπικάλυμμα Arist.HA527b33 (Comp.), 541b31 (Comp.); ὄστρακον Id.PA679b29; ὕλη Plu.Demetr.49.
Greek (Liddell-Scott)
συνηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. συννεφής), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· οὔρεα... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· σᾶμα δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. λόφος, ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) ὁ καλῶς ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, 3· ὄστρακον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: σύν, ἐρέφω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα
2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής
3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά
4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές
σύσκιος τόπος, ησκιάδα.
επίρρ...
συνηρεφῶς Μ
με πυκνή σκιά δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρεφής (< αμάρτυρο ἔρεφος < ἐρέφω «καλύπτω, σκεπάζω»), πρβλ. ἐπ-ηρεφής. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
συνηρεφής: -ές (ἐρέφω), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή σκιά, σκιασμένος, δασώδης, σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον, συννεφιασμένο, σκυθρωπό πρόσωπο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συνηρεφής:
1) густо покрытый (ἴδῃσι καὶ χιόνι Her.);
2) густо усаженный деревьями, тенистый (λόφος Plut.);
3) частый, густой (ὕλη Plut.);
4) закутанный, закрытый (πρόσωπον Eur.);
5) плотно или отовсюду закрывающий (ἐπικάλυμμα Arst.). - см. тж. συνηρεφές.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνηρεφής -ες, Att. ook ξυνηρεφής [σύν, ἐρέφω] dicht bedekt, beschaduwd; overdr. van een gezicht somber, bedrukt. Eur. Or. 957. dicht (bedekkend):. ὕλη bos Plut. Demetr. 49.5.
Middle Liddell
συν-ηρεφής, ές ἐρέφω
thickly covered, Hdt., Plut.:— metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον her clouded face, Eur.