σχηματοποιία

From LSJ
Revision as of 12:01, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτοποιία Medium diacritics: σχηματοποιία Low diacritics: σχηματοποιία Capitals: ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: schēmatopoiía Transliteration B: schēmatopoiia Transliteration C: schimatopoiia Beta Code: sxhmatopoii/a

English (LSJ)

ἡ, A configuration, grouping, of a constellation, Eratosth.Cat.3. 2 in writings, mannerism, Aristid.Rh.2p.535S. (pl.). 3 pantomimic gesticulation, Ath.14.628e.

Greek (Liddell-Scott)

σχηματοποιία: ἡ, ἡ σχετικὴ θέσις ἀστέρων, σύμπλεγμα αὐτῶν, ἐπὶ ἀστερισμῶν, Ἐρατοσθ. Καταστ. 3. 2) ἐν συγγράμμασιν, ὁ ἰδιαίτερος τρόπος τοῦ συγγραφέως, ὁ τυπικὸς καὶ προσκορής, Ἀριστείδ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 9. 440. 3) παντομιμικὴ χειρονομία, Ἀθήν. 628Ε.