σχοινοβάτης

From LSJ
Revision as of 12:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοβάτης Medium diacritics: σχοινοβάτης Low diacritics: σχοινοβάτης Capitals: ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: schoinobátēs Transliteration B: schoinobatēs Transliteration C: schoinovatis Beta Code: sxoinoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω) A rope dancer, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, Gloss.; Lat. schoenobates, Juv.3.77:—hence σχοινοβατία, lon. σχοινοβατίη, ἡ, A rope dancing, interpol. in Hp.Vict.3.68; σχοινοβατική (sc. τέχνη), Sch.D.T.p.110H.

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, der Seiltänzer, Sp., wie Maneth. 4, 287.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui marche ou danse sur la corde.
Étymologie: σχοῖνος, βαίνω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν
αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί
νεοελλ.
1. (γενικά) ακροβάτης
2. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο είδος Schoinobates volans, μήκους μέχρι 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί(ον) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο-βάτης.

Greek Monotonic

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβάτης, schoenobates στον Ιουβεν.

Middle Liddell

σχοινο-βά˘της, ου, ὁ, βαίνω
a rope-dancer, schoenobates in Juven.