σύμπνοος

From LSJ
Revision as of 12:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπνοος Medium diacritics: σύμπνοος Low diacritics: σύμπνοος Capitals: ΣΥΜΠΝΟΟΣ
Transliteration A: sýmpnoos Transliteration B: sympnoos Transliteration C: sympnoos Beta Code: su/mpnoos

English (LSJ)

ον, contr. σύμπνους, ουν, (πνοή A concordant, Plu.2.574e; agreeing with, in accord with, τινι AP6.227 (Crin.), 11.372 (Agath.); accordant, Plu.2.618d, Aret.SA1.10, etc.; animated by one spirit, σ. καὶ σύρρουν ἐστὶ τὸ σῶμα Gal.Nat.Fac.1.12; animated by a common πνεῦμα, κόσμος σ. αὑτῷ Chrysipp.Stoic.2.264.

German (Pape)

[Seite 988] zsgzgn σύμπνους, mit einander oder zusammen hauchend, blasend, εὐμαθίῃ σύμπνοος κλαμος Crinag. 4 (VI, 227); übertr., übereinstimmend, sich vereinigend, σύμπνουν καὶ σημπαθῆ αὐτὸν ἑαυτῷ ὄντα Plut. de fat. 11.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ζωογονούμενος διὰ τῆς αὐτῆς πνοῆς, Πλούτ. 2. 574Ε· ὁ συμφωνῶν μετά τινος, σύμφωνος, τινι Ἀνθ. Π. 6. 227., 11. 372· σύμφωνος, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
animé d’un même souffle.
Étymologie: συμπνέω.

Greek Monotonic

σύμπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν (συμπνέω), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, ομόγνωμος, ομόψυχος, τινι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σύμπνοος: стяж. σύμπνους 2 единодушный, проникнутый единством (ὁ κόσμος Plut.): σ. τινι Anth. единодушный с кем(чем)-л.