τετράχυτρος

From LSJ
Revision as of 12:48, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράχυτρος Medium diacritics: τετράχυτρος Low diacritics: τετράχυτρος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΥΤΡΟΣ
Transliteration A: tetráchytros Transliteration B: tetrachytros Transliteration C: tetrachytros Beta Code: tetra/xutros

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A made of four pots, τρυφάλεια Batr.255.

German (Pape)

[Seite 1100] vier Töpfe fassend, so weit wie vier Töpfe, Batrach. 258.

Greek (Liddell-Scott)

τετράχυτρος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων χυτρῶν πεποιημένος, οὐδ’ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον δῖος Ὀριγανίων Βατραχομυομ. 255.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une contenance de quatre marmites.
Étymologie: τέσσαρες, χύτρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις χύτρες, δηλαδή ο πολύ ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χυτρος (< χύτρα)].

Greek Monotonic

τετράχυτρος: -ον (χύτρα), αυτός που αποτελείται από τέσσερις χύτρες, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

τετράχυτρος: (ᾰ) емкостью в четыре горшка (τρυφάλεια Batr.).

Middle Liddell

τετρά-χυτρος, ον, χύτρα
made of four pots, Batr.