φθεγκτός

From LSJ
Revision as of 14:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθεγκτός Medium diacritics: φθεγκτός Low diacritics: φθεγκτός Capitals: ΦΘΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: phthenktós Transliteration B: phthenktos Transliteration C: fthegktos Beta Code: fqegkto/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of being sounded, Plu.2.1017f.

German (Pape)

[Seite 1270] adj. verb. von φθέγγομαι, lautend, tönend, einen Ton, Klang habend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φθεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, φωνητικός, ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― ὡσαύτως παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui rend un son.
Étymologie: φθέγγομαι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φθέγγομαι
αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει φωνή.

Russian (Dvoretsky)

φθεγκτός: [adj. verb. к φθέγγομαι звучащий или звучный (τόνος Plut.).