Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλεβοτομία

From LSJ
Revision as of 14:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεβοτομία Medium diacritics: φλεβοτομία Low diacritics: φλεβοτομία Capitals: ΦΛΕΒΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: phlebotomía Transliteration B: phlebotomia Transliteration C: flevotomia Beta Code: flebotomi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A blood-letting, Hp.Coac.288, Nat.Hom.11, Aristid.Or.49(25).34 (pl.), Gal.6.256; φλεβοτομίας ποιεῖσθαι Polybus ap.Arist.HA512b17.

German (Pape)

[Seite 1290] ἡ, das Oeffnen der Ader, Aderlassen, Arist. H. A. 3, 3 u. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοτομία: ἡ, ἡ τομή, τὸ ἄνοιγμα φλεβός, ἀφαίρεσις αἵματος διὰ τομῆς φλεβός, Γαλην., κλπ.· φλεβοτομίας ποιεῖσθαι Πόλυβος ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
τομή φλέβας
νεοελλ.
ιατρ. διατομή του τοιχώματος μιας φλέβας για εκτέλεση αφαιμάξεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλεβοτόμος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phlebotomie].

Russian (Dvoretsky)

φλεβοτομία: ἡ рассечение вены, т. е. кровопускание Arst.