φρικιάω
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
(φρίξ) A like φρικάζω, shudder, shiver, esp. from ague, Cass.Pr.53.
German (Pape)
[Seite 1306] schaudern, besonders Fieberschauer haben, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκιάω: (φρὶξ) ὡς τὸ φρικάζω, ἀνατριχιάζω, τρεμουλιάζω, μάλιστα ἐκ ῥίγους, ἤρξατο φρικιᾶν καὶ πυρέσσειν Ἰω. Μοσχοπ. Λειμ. 1058Α, κλπ.