φρικιάω
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
(φρίξ) like φρικάζω, shudder, shiver, esp. from ague, Cass.Pr.53.
German (Pape)
[Seite 1306] schaudern, besonders Fieberschauer haben, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκιάω: (φρὶξ) ὡς τὸ φρικάζω, ἀνατριχιάζω, τρεμουλιάζω, μάλιστα ἐκ ῥίγους, ἤρξατο φρικιᾶν καὶ πυρέσσειν Ἰω. Μοσχοπ. Λειμ. 1058Α, κλπ.