χαριτοβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 15:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐτοβλέφᾰρος Medium diacritics: χαριτοβλέφαρος Low diacritics: χαριτοβλέφαρος Capitals: ΧΑΡΙΤΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: charitoblépharos Transliteration B: charitoblepharos Transliteration C: charitovlefaros Beta Code: xaritoble/faros

English (LSJ)

ον, A with eyelids or eyes like the Charites, ὄμματα IG3.1376; Com., μᾶζα χ. Eub.112.4 (lyr.); of a person, MAMA4.133 (Metropolis, ii A. D.); applied to Demetrius of Phalerum, Hsch. Mil.Fr.7.17M. 2 Subst., a plant, used in philtres, Plin.HN 13.142.

German (Pape)

[Seite 1339] mit anmuthigen, holden Augenlidern, anmuthig blickend, ὄμματα, Ep. ad. 721 a (App. 209); komisch auch μᾶζα, Eubul. bei Ath. XV, 685 e.

Greek (Liddell-Scott)

χαρῐτοβλέφαρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χαρίτων, ὄμματα Ἀνθ. Π. παράρτ. 209· κωμικῶς, μᾶζα χ. Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 2. 2) ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι χρήσιμον εἰς παρασκευὴν φίλτρων, ἴδε Πλίν. 13. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières gracieuses, aux beaux yeux.
Étymologie: χάρις, βλέφαρον.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων
2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο-βλέφαρος, καλλι-βλέφαρος].

Greek Monotonic

χᾰρῐτοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), με βλέφαρα ή μάτια όπως οι Χάριτες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρῐτοβλέφᾰρος: с прекрасными ресницами (ὄμματα Anth.).

Middle Liddell

χαρῐτο-βλέφᾰρος, ον, βλέφαρον
with eyelids or eyes like the Charites, Anth.