χειρωνάκτης

From LSJ
Revision as of 15:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρωνάκτης Medium diacritics: χειρωνάκτης Low diacritics: χειρωνάκτης Capitals: ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΗΣ
Transliteration A: cheirōnáktēs Transliteration B: cheirōnaktēs Transliteration C: cheironaktis Beta Code: xeirwna/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, A = χειρῶναξ, Zonar.: -ακτέων (gen. pl.) is f.l. in Hp. Acut.44.

German (Pape)

[Seite 1348] ὁ, seltenere Form für χειρῶναξ, Hippocr. Davon

Greek (Liddell-Scott)

χειρωνάκτης: -ου, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ χειρῶναξ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 391, Διονύσ. Ἁλ. 6. 51· πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 181· - Ρῆμ. -κτέω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 435.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο χειρώνακτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του χειρῶναξ, -ακτος, σχηματισμένος κατά τη θεματική κλίση].