χειροστρόφιον

From LSJ
Revision as of 15:38, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροστρόφιον Medium diacritics: χειροστρόφιον Low diacritics: χειροστρόφιον Capitals: ΧΕΙΡΟΣΤΡΟΦΙΟΝ
Transliteration A: cheirostróphion Transliteration B: cheirostrophion Transliteration C: cheirostrofion Beta Code: xeirostro/fion

English (LSJ)

τό, A instrument of torture for twisting the hands or arms, Hdn.Epim. 150.

German (Pape)

[Seite 1346] Marterwerkzeug, die Hände oder Arme zu verdrehen, Hdn. epimer. 150.

Greek (Liddell-Scott)

χειροστρόφιον: τό, ὄργανον βασανιστήριον, πρὸς διαστροφὴν ἢ στρέβλωσιν τῶν χειρῶν ἢ βραχιόνων, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 150· μνημονευόμενον καὶ ἐκ τοῦ Συνεσ. 201C (ἔνθ’ ἀναγινώσκεται χειλοστρόφιον).

Greek Monolingual

τὸ, Α
όργανο βασανισμού που έστριβε τα χέρια ή τους αγκώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + στρόφιον (< στρόφος), πρβλ. κλινο-στρόφιον.