χορῳδία

From LSJ
Revision as of 15:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορῳδία Medium diacritics: χορῳδία Low diacritics: χορωδία Capitals: ΧΟΡΩΔΙΑ
Transliteration A: chorōidía Transliteration B: chorōdia Transliteration C: chorodia Beta Code: xorw|di/a

English (LSJ)

ἡ, A choral song, opp. μονῳδία, Pl.Lg.764e.

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, Chorgesang, Ggstz von μονῳδία, Plat. Legg. VI, 764 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χορῳδία: ἡ, ᾠδὴ ἐν χορῷ ἀντίθετον τῷ μονῳδία, Πλάτ. Νόμ. 764Ε.

Greek Monolingual

η / χορῳδία, ΝΜΑ χορῳδῶ
άσμα που άδεται από χορό, χορικό άσμα
νεοελλ.
σύνολο τραγουδιστών που εκτελούν μια μουσική σύνθεση.

Russian (Dvoretsky)

χορῳδία: ἡ хоровое пение Plat.